ευαγής — (I) ές (Α εὐαγής, ές) 1. αυτός που είναι απαλλαγμένος από το άγος 2. (για πρόσωπα) αγνός, καθαρός, άψογος, ανεπίληπτος, ευσεβής νεοελλ. φρ. «ευαγή ιδρύματα» τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, αυτά που έχουν ιδρυθεί για ευσεβείς και φιλανθρωπικούς σκοπούς… … Dictionary of Greek
благожити — БЛАГОЖИ|ТИ (2*), ВОУ, ВЕТЬ гл. Благоденствовать, жить благочестиво: но токмо бл҃гоживемъ ˫ако же ре(ч)ноѥ ча(д) мо˫а но токмо бл҃гооуправлѩѥмсѩ. но токмо бл҃гозижемсѩ. (εὐζωήσομεν) ФСт XIV, 3а; се же и нынѩ. поне же ѡ(т)шедши(х) васъ ч(с)тыхъ еже … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευάγωγος — η, ο (ΑΜ εὐάγωγος, ον) αυτός που άγεται, οδηγείται εύκολα, ευκολομεταχείριστος, ευκολοκυβέρνητος, ευπειθής νεοελλ. 1. αυτός που πείθεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. το ευάγωγο η ιδιότητα τού ευαγώγου, τού ευπειθούς, αυτού που έχει καλή αγωγή 3.… … Dictionary of Greek
ՍՐԲԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0760 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 11c, 12c, 13c մ. ἀγίως, καθαρῶς, ὀσίως, εὑαγῶς sancte. Սրբութեամբ. մաքրապէս. անարատաբար. *Մաքուր եւ սրբապէս: Սրբապէս եւ առանց նենգութեան: Սրբապէս եւ համակրօնաբար… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)